Αδιάφορος, ανώριμος, αναίσθητος,
παρτάκιας, καταθλιπτικός ή όλα αυτά
μαζί;
“Τι να κάνω
βρε φιλενάδα;“ μου λέει συχνά η Λίλιαν.
Εδώ και καιρό αναρωτιέται η άμοιρη.
Για τον αδελφό
της μιλάει. Τον Χριστόφορο.
Μα δεν έχει
καταλήξει πουθενά. “Ίσως τελικά να
είναι όλα αυτά μαζί. Λίγο απ’ όλα” μου
λέει.
Ο Χριστόφορος……
Το καλό παιδί…… Έτσι τον αποκαλούσαν
όλοι πριν κάποια χρόνια.
Συγγενείς ,
φίλοι. Θυσία να γίνει για όλους. Όλους
τους άλλους, εκτός από τους πολύ δικούς
του ανθρώπους.
Δηλαδή την
μάνα του, τα παιδιά του, την οικογένειά
του. Προφανώς αυτούς τους θεωρούσε
δεδομένους. Σε αυτούς δεν χρειαζόταν
να δείξει καμία καλή πλευρά.
Ο Χριστόφορος
παντρεύτηκε πολύ νωρίς. Αμέσως μετά τον
στρατό. Χωρίς να έχει μια δουλειά.
Ένα εισόδημα.
“Δεν χάρηκε το παιδί τα νιάτα του. Την
ανεμελιά του. Οι συγγενείς της νύφης
τον ξεγέλασαν. Του υποσχέθηκαν δουλειά,
βοήθεια και τίποτα” τον δικαιολογούσε
η μάνα για όλες τις αποτυχίες ή τις
άλογες πράξεις
και συμπεριφορές του.
Ο γιος, η
αδυναμία της. Πάντα υπήρχε μια δικαιολογία.
Την Λίλιαν την αγαπούσε η κυρία Μαρίκα
δεν λέω (ας αναπαύεται η ψυχούλα της,
ήρωας και αυτή η γυναίκα), αλλά την
θεωρούσε δυνατή, ανεξάρτητη. Ο γιος ήταν
αυτός που είχε ανάγκη στήριξης.
Εν ολίγοις
μετά από διάφορες προσπάθειες εύρεσης
εργασίας, ο Χριστόφορος κατάφερε να
βρει μια “μόνιμη” και καλή δουλειά. Ο
γάμος του όμως δεν άντεξε. Χώρισε, άφησε
2 παιδιά
(με τα οποία
δεν έχει ούτε και σήμερα την καλύτερη
σχέση θα έλεγα), γνώρισε μια άλλη κοπέλα,
καλή, ομορφούλα, νοικοκυρά, έζησαν
κάμποσα χρόνια μαζί, αλλά δεν ευδοκίμησε
ούτε και αυτή η σχέση. Μόλις άκουσε για
γάμο, παιδί, υποχρεώσεις, την έκανε. Με
μεγάλο και ξαφνικό βήμα.
Η μόνη λύση
καθώς μαζί με τον δεύτερο χωρισμό
παράτησε και την δουλειά του, ήταν να
επιστρέψει στο πατρικό του.
Με την μάνα
,την Λίλιαν (χωρισμένη κι εκείνη) και τα
2 παιδιά της.
Είχε κάποια
επαγγελματικά σχέδια στο μυαλό του ο
Χριστόφορος, αλλά έμειναν μόνο εκεί.
Στο μυαλό
του και στα όνειρά του. Σοβαρή προσπάθεια
καμμιά.
Βρήκε δουλειά
βραδινή. Delivery.
Χωρίς ένσημα. Με την μηχανή
στους δρόμους μέχρι και σήμερα στα 65
του. Πόσα έβγαζε, κανείς δεν ήξερε. Ούτε
η μάνα, ούτε η Λίλιαν.
Κανείς
δεν του ζήτησε ποτέ κάποια οικονομική
συνεισφορά. Όσο ζούσε η μάνα, με τις
οικονομίες της και την πενιχρή της
σύνταξη, και χαρτζιλίκι-δωράκια
έδινε στα εγγόνια της και
βοηθούσε στα ψώνια (λαική αγορά,
κρεοπώλη κλπ.) την Λίλιαν
όσο μπορούσε. Αισθανόταν
άσχημα η γυναίκα που
όλα τα βάρη του σπιτιού ήταν πάνω στην
κόρη της. Η
μάνα έφυγε και έμειναν τα 2 αδέλφια στο
σπίτι.
Η
Λίλιαν όλη μέρα στη δουλειά, με τα δικά
της προβλήματα, τις δικές της έννοιες,
τα παιδιά της.
Η
συγκατοίκηση δεν ήταν ποτέ εύκολη γι
αυτήν αλλά τι να έκανε;
Να έδιωχνε τον αδελφό από
το πατρικό; Ποτέ. Έβαλε λοιπόν αυτό το
πρόβλημα σε δεύτερη μοίρα. Εξάλλου οι
ώρες τους στο σπίτι ήταν διαφορετικές.
Όταν εκείνη γύριζε το βραδάκι, εκείνος
έφευγε για δουλειά.
Πέρασαν
τα χρόνια και η φιλενάδα βγήκε κι αυτή
στη σύνταξη. Πάντρεψε το ένα της παιδί.
Το άλλο είναι μαζί της. Καλό
παλικάρι αλλά για γάμο δεν το σκέφτεται
ακόμα. “Καμιά καλή νύφη έχουμε να τον
παντρέψουμε” με ρωτάει. “Θα προλάβω
να δω κανένα εγγόνι άραγε” αναρωτιέται.
Περισσότερες
ώρες η Λίλιαν στο
σπίτι και με πιο
χαμηλό εισόδημα εννοείται. Δεν συγκρίνεται
ένας καλός μισθός με μια καλή σύνταξη.
Το
πρόβλημα της συμβίωσης λοιπόν
με τον αδελφό της ήλθε
στην επιφάνεια.
“Δεν
περιμένω
καμιά οικονομική βοήθεια από τον αδελφό
μου για τα έξοδα του
σπιτιού” μου λέει. “Περίμενα όμως
αλλιώς την συμμετοχή του στις υποχρεώσεις
του σπιτιού. Να μαστορέψει κάτι. Να
ασχοληθεί κι εκείνος με το σπίτι, τον
κήπο. Απλά πράγματα. Δεν
λέω δύσκολα. Δεν νοιάζεται καθόλου.
Τελευταία λείπει αρκετές ώρες. Ούτε
τρώει πια σπίτι. Ίσως γιατί μια μέρα του είπα κάποιες αλήθειες πάνω στην κουβέντα και ενοχλήθηκε. Που πάει; δεν ξέρω.
Έρχεται, θα πει μια καλημέρα, καλησπέρα,
καληνύχτα, κάνει το μπάνιο του, κλείνεται
στο δωμάτιό του και αυτό είναι. Πιο
δωμάτιο δηλαδή; Αχούρι είναι. Να
το συμμαζέψει λιγάκι. Ντρέπομαι να μπει
άνθρωπος εκεί. Και δεν επιτρέπει να του
πειράζουμε τα πράγματά του. Ένα καθάρισμα
κάνω μόνο, να μην ψειριάσουμε. Του έχω
ζητήσει να καθαρίσει και να πετάξει όλα
τα άχρηστα που έχει μαζέψει εκεί αλλά και στην
αποθήκη. Τίποτα. Εδώ και χρόνια εγώ τα
λέω, εγώ τα ακούω.
Πες
βρε φιλενάδα τι να κάνω; Του έχω πει ότι
ίσως θα έπρεπε να δει έναν ψυχολόγο.
Φοβάμαι ότι έχει πέσει σε κατάθλιψη”
Λοιπόν
φιλενάδα, εγώ σου λέω να κοιτάξεις τον
εαυτό σου. Να χαρείς τα παιδιά σου και
την σύνταξή σου. Δεν πέρασες λίγα κι εσύ
τόσα χρόνια. Εγώ σε θαυμάζω που κατάφερες
να μεγαλώσεις μόνη σου 2 παιδιά.
Κοντά σου ήμουν τόσα
χρόνια. Σε έβλεπα που είχες δώσει
προτεραιότητα στα παιδιά σου και στην
δουλειά. Την είχες ξεχάσει την Λίλιαν.
Στο είχα πει πολλές φορές αν θυμάσαι. Άσε τον αδελφό σου επιτέλους να
αναλάβει τις ευθύνες του και να ενηλικιωθεί
έστω και στα 65 του.
Πάμε καμιά
εκδρομούλα στη φύση να καθαρίσει το
μυαλό σου από τις σκέψεις;
Μου έλειψαν
κι εμένα αυτές οι αποδράσεις μας ….